- τύλιξη
- η, Ν [τυλίγω]1. η ενέργεια τού τυλίγω, τύλιγμα2. κάλυψη ενός αντικειμένου με ένα υλικό από όλες τις πλευρές, περιτύλιξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύλιξη — η το τύλιγμα, η περιτύλιξη, η περικάλυψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek